Τον τελευταίο χρόνο, όσες/όσοι εργαζόμαστε σε τηλεφωνικά κέντρα, έχουμε ακούσει πολλές φορές αυτή τη φράση. Τις περισσότερες φορές από άτομα τα οποία δεν έχουν σχέση με τον κλάδο και υποθέτουν ότι η μεταφορά της βάρδιας από το πολύβουο τηλεφωνικό στην ασφάλεια του σαλονιού μας αποτελεί αυτόματα βελτίωση. Και ενώ σίγουρα δεν μας έχει λείψει ο ασταμάτητος θόρυβος και η γκρίνια των υπευθύνων, έχουμε ξεκινήσει να αμφιβάλλουμε καιρό ότι η νέα αυτή κατάσταση αποτελεί μέτρο αναβάθμισης για την εργασία μας, το επίπεδο ζωής ή ακόμα και την ασφάλεια της υγείας μας.
Έχουν ήδη γίνει απόπειρες, από διαφορετικές κατευθύνσεις να συζητηθεί το ζήτημα. Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί μια τέτοια προσπάθεια όχι μιας υψηλής ανάλυσης της κατάστασης, αλλά, σε πρώτο επίπεδο, μιας καταγραφής των σκέψεων και των προβληματισμών που προέκυψαν την χρονιά που μας πέρασε. Αν κάποια/ος πει ότι μια τέτοια αφήγηση άργησε θα έχει δίκιο. Ένας από τους λόγους που συνέβη αυτό είναι η δυσκολία στους τόπους και χρόνους συνάντησης των εργαζομένων στην παρούσα συνθήκη.
Και θα ξεκινήσουμε με αυτό.
Η μεταφορά του γραφείου στο σπίτι, μας στέρησε και μας στερεί την κυριότερη πηγή γνώσης, δύναμης και τσαμπουκά που διαθέτουμε: τις συναδέφλισσες και τους συναδέλφους μας. Το να γνωρίζεις δίπλα σε ποια δουλεύεις, να ξέρεις ότι έχετε τα ίδια προβλήματα, ότι θα είστε o ένας δίπλα στην άλλη αν συμβεί κάτι. Ότι θα βρίσετε μαζί τον υπεύθυνο που φωνάζει για τον στόχο στο διάλειμμα, ότι θα συνεννοηθείτε να αλλάξετε τις βάρδιες για να καλύψετε ο ένας τον άλλον.
Ότι αν κάποια/ος απειληθεί ή απολυθεί δεν θα σταθεί μόνος του. Η «απαραίτητη» τηλε-εργασία προσπαθεί με μανία να μας στερήσει την ευκαιρία σε οποιαδήποτε προσπάθεια οργάνωσης, αλληλεγγύης ακόμα και πληροφόρησης. Και με την ταχύτητα που έρχονται και φεύγουν άτομα στον κλάδο μας, μετά από ένα χρόνο, δεν γνωρίζουμε καν μερικές φορές τα άτομα με τα οποία δουλεύουμε στην ίδια βάρδια. Και όποιος πιστεύει ότι ένα chat υποκαθιστά την συναδελφική σχέση, μάλλον δεν την έχει βιώσει ποτέ του. Επίσης ας μη γελιόμαστε, η «ανειδίκευτη» και «αναλώσιμη» εργασία κρύβει πολλές γνώσεις και τεχνάσματα, τα οποία δεν μάθαμε από τα άχρηστα training sessions αλλά από συναδέλφους παλαιότερους στο πόστο. Κανείς δεν έμαθε να διαχειρίζεται άλυτα προβλήματα, τοξικούς πελάτες και απαιτητικούς supervisors από το zoom.
Τα chat, τα email και οι κλήσεις από την άλλη βολεύουν μια χαρά τους επιτηρητές μας. Ειδικά τώρα που, όπως προαναφέρθηκε, δεν θα το μάθει κανείς, η πίεση, οι απειλές «πως είναι δύσκολα με την πανδημία» και οι γκρίνιες πολλαπλασιάζονται. Η καραντίνα είναι περίοδος χαλάρωσης μόνο για τους μικροαστούς και την κίνηση στην Κηφισίας. Tα project και η παραγωγή τρέχουν κανονικότατα, και εμείς πιο γρήγορα από ποτέ, ακόμα και κλεισμένες/οι σε ένα δωμάτιο. Και οι πάντα παράλογες απαιτήσεις αυξάνονται και αυτές. Οι υπερωρίες και οι «έξτρα δουλειές» φαντάζουν εύκολες αφού εργάζεσαι στο χολ. Και αν κολλήσει το ίντερνετ ή πέσει το ρεύμα, αν έμεινε δουλειά στον υπολογιστή «θα αναπληρωθεί μετά». Και αν πάθει κάτι το pc θα το φτιάξεις στον ελεύθερο σου χρόνο.
Kαι σαν να μην έφταναν αυτές οι «έξτρα δουλειές», οι γυναίκες τηλεφωνήτριες που δικαιούνταν άδεια ειδικού σκοπού για την φροντίδα των παιδιών με τα σχολεία κλειστά, τώρα πρέπει να κάνουν δύο επαγγέλματα ταυτόχρονα. Καμία έκπληξη. Η μη αναγνώριση και αμοιβή της γυναικείας εργασίας είναι διαχρονικό συστατικό της πατριαρχικής σκατίλας που ζούμε γύρω μας. Το να φροντίζεις ενώ εξυπηρετείς πελάτες, παιδιά, νοικοκυριό και ηλικιωμένους είναι μάλλον εφικτό για τα αφεντικά μας. Κάτι τέτοια βέβαια περνάνε στα ψιλά μπροστά στον κίνδυνο να «καταρρεύσει η οικονομία» , όπως στα ψιλά πέρασε και η αύξηση της γυναικείας κακοποίησης στην διάρκεια της καραντίνας. Όχι για εμάς. Οφείλουμε να σταθούμε δίπλα στις συναδέλφισσες μας ακόμα και αν τα βιώματα μας απέχουν δυο κόσμους.
Μετά είναι το ζήτημα του χώρου μας. Σαν να μην έφτανε που πληρώναμε για παλάτια τα υπό κατάρρευση διαμερίσματα του κέντρου, ξαφνικά έπρεπε να εφεύρουμε έναν «διακριτικό, απομονωμένο χώρο» στον οποίον θα εργαζόμαστε. Και επειδή τα αφεντικά δεν μας έχουν καμία εμπιστοσύνη αποφάσισαν ότι έχουν το δικαίωμα να παρακολουθούν με κάμερα τον χώρο και να τον επισκέπτονται κατόπιν προειδοποίησης. Δεν πρόκειται για κάποια δυστοπική σειρά στο νέτφλιξ. Πρόκειται για τις συμβάσεις που ορισμένες/οι από εμάς βρήκαμε στα email μας και εκβιαστήκαμε να υπογράψουμε. Και που ακόμα και σήμερα, με το νομικό πλαίσιο της τηλε-εργασίας να αλλάζει συνεχώς, στα πλαίσια της έκτακτης ανάγκης, χρειάζονται τέσσερεις εργατολόγοι για να καταλάβουμε αν είναι ή όχι παράνομες.
Αλλά είναι πλέον χώρος μας; Σίγουρα πληρώνουμε ακόμα για αυτόν αφού τα «αφεντικούλια» μας μετακύλησαν σε μια μέρα το κόστος εργασίας στις πλάτες μας. Το ρεύμα ,το ίντερνετ, η θέρμανση, το νερό, το κόστος συντήρησης, η καθαριότητα είναι ΧΡΉΜΑΤΑ τα οποία ξόδευαν αυτοί και τώρα ξοδεύουμε εμείς. Η αποζημίωση για όλα αυτά εάν είσαι στον βασικό είναι κάτι κοντά στα τριάντα ευρώ, αν είσαι πάνω από τον βασικό δεν δίνεται, γιατί μάλλον στην Ελλάδα του 2021 αν παίρνεις οκτακόσια ευρώ είσαι κάτι σαν πλούσιος.
Και ακόμα: θέλουμε αλήθεια το σαλόνι ή το δωμάτιο, ο χώρος που ξεκουραζόμαστε τρώμε και αράζουμε να είναι ο ίδιος που κάθε μέρα μας βρίζουν ενώ καταπίνουμε τις κατάρες και τα νεύρα μας; Θέλουμε να τσιτώνουμε και να τρέχουμε να εξυπηρετήσουμε χιλιάδες κλήσεις στο δωμάτιο που φτιάξαμε για να χαλαρώνουμε; Όχι. Και η ψυχική μας ηρεμία και υγεία δεν είναι υποδεέστερη των άλλων αναγκών. Είναι ισάξια και οφείλουμε να την υπερασπιστούμε. Το ότι είμαστε άνθρωποι είναι κομμάτι της εξυπηρέτησης που πληρωνόμαστε να προσφέρουμε. Αλλιώς θα πλήρωναν ρομπότ.
Και όχι ιδιαίτερα καλά αν κρίνουμε από εμάς. Όσο απομονωμένες/οι και να είμαστε φτάνουν στα αυτιά μας νέα για περικοπές σε « μπόνους γλώσσας», αμοιβές « ασύμφορες με τα δεδομένα της εποχής» και την γενική διάθεση να πετάξουν στην πλάτη μας την δικιά τους δυσκολία να προσαρμοστούν στις αλλαγές. Χτυπώντας πάντα στον μισθό. Και αυξάνοντας τους δικούς μας λόγους να στεκόμαστε κοντά και οργανωμένες/οι.
Οι περισσότερες διαφωνίες που συναντάμε όταν κάνουμε τέτοιες κουβέντες έχουν να κάνουν με την θεωρία ότι η συγκεκριμένη συνθήκη αφορά το καλό της υγείας μας. Δεν θα κατηγορήσουμε κάποιον που ανησυχεί για την υγεία του άλλα είμαστε σίγουρες/ οι ποιοι την έχουν εντελώς χεσμένη. Αυτοί που χρόνια τώρα μας ζητάνε να δουλεύουμε αδιάθετες και άρρωστοι, που μας έχουν πιέσει μέσα στα χρόνια να έρθουμε «αύριο αν είμαστε καλύτερα» με δέκατα και πυρετό. Αυτοί που αποκρύπτουν εργατικά ατυχήματα σαράντα μέτρα από την πόρτα του τηλεφωνικού. Που απαλλάχθηκαν από την ευθύνη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στον χώρο εργασίας και πλέον μπορούν να μας πουν να δουλέψουμε και άρρωστοι αφού είμαστε σπίτι. Αυτοί που μας είπαν στην μάπα πέρυσι ότι ανησυχούν αν κολλήσουμε τίποτα μην μείνουν πίσω τα project.
Ναι άλλα όσοι μένουν μακρυά; Όσες τις βολεύει; Στο κάτω κάτω λουφάρουμε πιο εύκολα, τρώμε σπίτι φτηνότερα και δεν χαλάμε για εισιτήρια ή βενζίνη. Όταν αλλάζει το πλαίσιο και ο χώρος της παραγωγής βρίσκονται πάντα νέοι χώροι για σαμποτάζ, λούφα και τεχνάσματα να την παλεύουμε την ίδια στιγμή που άλλα παύουν να ισχύουν. Πλέον είναι σχεδόν ανέφικτο να πάρεις αναρρωτική ή να βρεις μια καλή δικαιολογία για να αργήσεις ενώ μπορείς να απασχολείσαι στο λάπτοπ όσο δουλεύεις η απλά να τραβήξεις το καλώδιο και να κερδίσεις μερικά λεπτά κάνοντας το να φανεί σαν ατύχημα.
Τα υπέρ που ανακαλύπτουμε δουλεύοντας σπίτι δεν είναι τα υπέρ της τηλε-εργασίας αλλά η δική μας προσαρμοστικότητα και εφευρετικότητα να ανταγωνιστούμε τα αφεντικά και να καταφέρουμε να την παλέψουμε.
Τα όποια συμπεράσματα δεν είναι σίγουρα ελπιδοφόρα. Τα αφεντικά, από το μεγαθήριο της teleperformance και το «κάστρο» της e value μέχρι την ανερχόμενη webhelp και το τσίρκο της Online sales προσπαθούν να προσαρμοστούν στην επιταχυνόμενη αλλαγή μεταθέτοντας την χασούρα σε εμάς. Ως εργαζόμενες/οι στα τηλεφωνικά δεν μας είναι καινούργιοι οι κανόνες τους είτε η παρτίδα παίζετε στο γραφείο τους είτε στο σπίτι. Αυτό που σίγουρα ξέρουμε και μας κρατάει είναι ότι είμαστε πάρα πολλοί για να μας αγνοήσουν και πάρα πολύ θυμωμένοι για να το βουλώσουμε. Και όταν αποφασίζουμε να οργανωθούμε και να διεκδικήσουμε μας φοβούνται. Σε αυτό το τελευταίο τουλάχιστον συμφωνούμε μαζί τους.